Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διπλασιασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλασιασμός ο [δiplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλασιάζω, αύξηση κατά δύο φορές: Ο ~ του οικοπέδου / της περιουσίας / των εξόδων.

[λόγ. < αρχ. διπλασιασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go