Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλάσιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διπλάσιος, επίθ.
  • Διπλάσιος:
    • η αυτή μέθοδος επί πάντων αληθεύει και διπλασίων και τριπλασίων (Rechenb. 1194
    • έκφρ. εις το διπλάσιο = δύο φορές μεγαλύτερο ποσό:
      • (Ελλην. νόμ. 52714).

[αρχ. επίθ. διπλάσιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλάσιος -α -ο [δiplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· διπλός: Tο διαμέρισμά σου είναι διπλάσιο από το δικό μου. H φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή. || (ως ουσ.) το διπλάσιο: Kερδίζει τα διπλάσια από εμένα. διπλάσια ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~ από τους άλλους.

[λόγ. < αρχ. διπλάσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες