Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διορθώ
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
διορθώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Επαναφέρω κ. στην προηγούμενη καλή κατάσταση:
      • διορθωθήσεται η γνώμη αυτών (ενν. των ενδόξων γυναικών) παρά του κοινού λαού (Ωροσκ. 4016).
    • 2)
      • α) (Νομ.) ρυθμίζω, επανορθώνω:
        • το αντίδικον μέρος … λαλεί τον τρόπον του αγκρίσματος και διορθούται παρά του κριτού (Ελλην. νόμ. 54511
      • β) ρυθμίζω:
        • (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16413).
    • 3) (Προκ. για γραπτό κείμενο) αναθεωρώ, διορθώνω τα λάθη:
      • Διήγησις … νυν νεωστί μετατυπωθείσα και μετά πλείστης επιμελείας διορθωθείσα (Διακρούσ. τίτλ).
    • 4) (Πιθ.) υψώνω, ξετυλίγω:
      • διώρθωσα το υφειλτόν και απήλθον αναγνώναι τούτο (Σφρ., Χρον. 282).
  • II. Μέσ.
    • 1) Σηκώνομαι:
      • βραδέως διορθούται και τοις οφθαλμοίς ου καλώς εμβλέπει (Ορνεοσ. αγρ. 54415).
    • 2) Επανέρχομαι στο σωστό δρόμο:
      • τους εν κακοίς χρονίζοντας και μη διορθουμένους (Γλυκά, Στ. Β´ 51).

[αρχ. διορθόω· βλ. και διορθώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διόρθωμα το [δiórθoma] Ο49 : η ενέργεια του διορθώνω, η βελτίωση ή η απαλλαγή από λάθη, ελλείψεις, ελαττώματα: Tο σπίτι θέλει ~, επισκευή. Aυτό το φόρεμα δε σηκώνει άλλο ~, επιδιόρθωση. Tο ~ των εκθέσεων μού πήρε πολλές ώρες, διόρθωση. Tέλειωσα με τα διορθώματα, με τη διόρθωση ή την επιδιόρθωση. || σημάδι που αφήνει μια επιδιόρθωση: Πρόσεξε να μη φαίνονται τα διορθώματα.

[λόγ. < ελνστ. διόρθωμα, αρχ. σημ.: `σωστή τοποθέτηση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διόρθωμα το.
  • Τακτοποίηση· ετοιμασία:
    • τα τόσα διορθώματα εθαύμαζε και απόρει (Αχέλ. 871).

[αρχ. ουσ. διόρθωμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διορθωμένα, επίρρ.
  • Σε καλή τάξη:
    • ο κουβερνούρης … οδήγησεν πάσα πράμαν διαλεκτά και διορθωμένα (Μαχ. 14427).

[<μτχ. παρκ. του διορθώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διορθωμός ο [δiorθomós] Ο17 : διόρθωμα, κυρίως στην έκφραση κάποιος ή κτ. δεν παίρνει από διορθωμό, για κπ. ή για κτ. που παρουσιάζει τόσα ελαττώματα ή φθορές, ώστε κάθε προσπάθεια για βελτίωση θεωρείται μάταιη.

[διορθώ(νω) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διορθώνω [δiorθóno] -ομαι Ρ1 : 1α. σε γραπτό ή σε προφορικό λόγο, επισημαίνω ένα λάθος και το αντικαθιστώ με το σωστό ή υποδεικνύω το σωστό: ~ τα ορθογραφικά / τα συντακτικά / τα εκφραστικά λάθη του μαθητή. Tα γραπτά δε διορθώθηκαν ακόμη. Διορθωμένα τυπογραφικά δοκίμια. || ~ κπ., του υποδεικνύω το λάθος του: Nα με διορθώσεις, αν πω κάποια ανακρίβεια. Ο δάσκαλος διορθώνει το μαθητή. β. αντιμετωπίζω με επιτυχία τα στοιχεία εκείνα που δημιούργησαν εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη μιας κατάστασης ή που ήταν υπεύθυνα για κάποια αρνητικά αποτελέσματα: Πρέπει να διορθώσουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Προσπαθεί να διορθώσει την κακή εντύπωση που δημιούργησε με τη συμπεριφορά του. || βελτιώνω: Διορθώθηκαν πολύ τα οικονομικά μου / η βαθμολογία του. 2α. επαναφέρω κτ. στην κατάσταση που ήταν πριν υποστεί κάποια φθορά ή βλάβη, το επιδιορθώνω ή το επισκευάζω: ~ τα παπούτσια / τα έπιπλα / το αυτοκίνητο / τη μηχανή. || επαναφέρω κτ. στον ορθό τρόπο λειτουργίας, από τον οποίο είχε παρεκκλίνει: ~ την εικόνα της τηλεόρασης / την πορεία του πλοίου. β. αλλάζω κτ. για να το κάνω καλύτερο από ό,τι ήταν αρχικά: Ο ράφτης θα διορθώσει το σακάκι, γιατί δεν το πέτυχε. Tα σχέδια του σπιτιού έχουν διορθωθεί πολλές φορές. 3α. (για πρόσ.) απαλλάσσω κπ. από τα ελαττώματά του ή από τις αδυναμίες του ή περιορίζω τις συνέπειές τους, με την κατάλληλη αγωγή: Aπό τότε που πήγε σχολείο διορθώθηκε πολύ / διορθώθηκε η συμπεριφορά του. Aυτός δε διορθώνεται με τίποτε, είναι αδιόρθωτος. (απειλή) Θα σε διορθώσω εγώ!, θα σε τιμωρήσω. || Διορθώθηκε στην ορθογραφία / στα μαθηματικά. β. εξαλείφω μια σωματική ατέλεια ή αδυναμία ή περιορίζω τις αρνητικές της συνέπειες: Tα γυαλιά διορθώνουν την όραση. Όσο μεγαλώνει, τόσο διορθώνεται, ομορφαίνει ή ο χαρακτήρας του γίνεται καλύτερος.

[λόγ. < αρχ. διορθ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
διορθώνω· διορτώνω· μτχ. διορθώνοντα.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Επαναφέρω κάπ. στο σωστό δρόμο:
      • έδραμε στον πνευματικόν διά να τον διορθώσει (Λίμπον. 343).
    • 2)
      • α) Τακτοποιώ:
        • περιμαζώνει ο Λούπουλος στρατεύματα, καλά τα διορθώνει (Ιστ. Βλαχ. 962
      • β) ρυθμίζω, κανονίζω:
        • ο μισίρ Ντζεφρές εδιόρθωσεν το πράγμα (Χρον. Μορ. H 8288
      • γ) «κανονικά» κάνω κ., (προκ. για ομιλία) «κανονικά» διηγούμαι:
        • Είπασιν δε κι εδιόρθωσαν διά τό ήσαν εις την μάχην (Χρον. Μορ. H 1990
      • δ) (προκ. για διαθήκη, κληρονομιά):
        • τα πάντα του όλα εδιόρθωσεν, έγραψεν και εβούλλωσέ τα (Χρον. Μορ. H 2445
      • ε) ετοιμάζω:
        • εδεκεί πόλεμον διορθώναν (Αχέλ. 1657).
    • 3) Συγκροτώ, οργανώνω:
      • εδιόρθωσεν φουσσάτα εκ την στερέαν (Χρον. Μορ. H 8791).
    • 4) (Προκ. για γραπτό κείμενο) αναθεωρώ, διορθώνω τα λάθη:
      • (Αλεξ. Επίλ. 5).
    • 5) Επανορθώνω:
      • γυναικός της άπιστης, το παλαιόν της σφάλμα πιστού βοσκού ευσέβεια να διορθώσει αντάμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1107]).
    • 6) Παρατάσσω:
      • έξω στον κάμπον τον λαόν καλώς να διορθώσει (Αχέλ. 2417).
    • 7) Ορίζω, διατάζω:
      • Κάτεργα εξήντα ερόγεψεν … κι εδιόρθωσε να πλέψουσιν (Χρον. Μορ. H 8787).
    • 8) Διορίζω:
      • τον μέγαν τον κοντόσταυλον … εδιόρθωσεν και άφηκεν μπάιλον (Χρον. Μορ. H 7773).
    • 9)
      • α) Εγκαθιστώ κάπ.:
        • επήρεν τους και απήλθασιν εις των Σκορτών τα μέρη· εκείσε τους εδιόρθωσεν (Χρον. Μορ. H 7199
      • β) στήνω, τοποθετώ κ.:
        • σκάλες εδιόρθωσαν την νύκταν να την κλέψουν (Χρον. Τόκκων 95).
    • 10) Επισκευάζω:
      • Οι Τούρκοι … τον τόπον εδιόρθωσαν, χωρία και κατούνες (Χρον. Τόκκων 3293).
    • 11)
      • α) Εκτελώ:
        • Ως φρόνιμους και τακτικούς κρυφά να το διορθώσουν (ενν. το πράγμα, την πουλησιά της κόρης) (Φλώρ. 922
      • β) ενεργώ:
        • το πώς να διορθώσουσι περί της βασιλείας (Χρον. Μορ. P 907).
    • 12)
      • α) Αποφασίζω:
        • ευθύς γαρ εδιόρθωσεν και εθανάτωσάν τον (Χρον. Τόκκων 2860
      • β) συμφωνώ:
        • να διορθώσουν μετ’ αυτού την Άρταν να του δώκουν (Χρον. Τόκκων 2939
      • γ) καταρτίζω σχέδιο:
        • Καλά το εδιόρθωσαν, εγγύς ήλθε να γένει (Βίος Δημ. Μοσχ. 319).
    • 13) Συμβουλεύω:
      • ευτύς τους εδιόρθωσαν το πώς διά να πράξουν (Χρον. Μορ. P 7020).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, σωφρονίζομαι:
        • πάντα να διορθώνεσαι και να ξεμολογάσαι (Αλφ. (Μπουμπ.) II 22
      • β) επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή κατάσταση, ορθοποδώ:
        • να … ημπορήσομε να διορθωθούμεν (Μαχ. 5345).
    • 2)
      • α) Ετοιμάζομαι:
        • Ο βασιλεύς εχάρηκε, τον θείον του δε κράζει, λέγει του να διορθωθεί (Βίος Δημ. Μοσχ. 436
      • β) παρατάσσομαι:
        • στον κάμπον τα φουσσάτα του, για να διορθωθούσι (Αχέλ. 272
      • γ) εξοπλίζομαι:
        • με τζακρατόρους, με σκευές, καλά διορθωμένους (Χρον. Τόκκων 3766).

[<διορθώ. Η λ. το 10.-11. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διόρθωση η [δiórθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διορθώνω. 1α. έλεγχος και αντικατάσταση του λάθους με το σωστό ή επισήμανση του λάθους και υπόδειξη του σωστού: Άρχισε η ~ των γραπτών, διόρθωμα. Yπάρχουν πολλές διορθώσεις στο κείμενο. Πρέπει να κάνω μια ~ σε όσα ανέφερες προηγουμένως. Έγινε η τελευταία ~ των τυπογραφικών δοκιμίων. β. αποκατάσταση μιας βλάβης, βελτίωση μιας ατέλειας, ενός ελαττώματος: H ~ της όρασης / του χαρακτήρα. 2. (τυπ., κυρ. πληθ.) τα δοκίμια που πρέπει να διορθωθούν ή που έχουν διορθωθεί: Στείλε μου τις διορθώσεις.

[λόγ. < αρχ. διόρθω(σις) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
διόρθωσις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση:
      • πράγματα πολλά, ά γίνονται, ω πάτερ, και ποίησε διόρθωσιν (Προδρ. ΙV 493
    • β) (προκ. για άνθρωπο) υπόδειξη:
      • ορθές νουθεσίες και διόρθωσες (Χριστ. διδασκ. 306).
  • 2) Σκευή αλόγου:
    • φαρίν τον δίδει και άρματα με την διόρθωσίν του (Φλώρ. 525 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. διόρθωσις. Η λ. (ση) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διορθωτής ο [δiorθotís] Ο7 θηλ. διορθώτρια [δiorθótria] Ο27 : α. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων: Εργάζεται ως ~ σε εφημερίδα / σε εκδοτικό οίκο. β. αυτός που διορθώνει γραπτά δοκίμια εξεταζομένων: Ο ~ ήταν πολύ αυστηρός. Οι διορθωτές πρέπει να είναι δίκαιοι και αμερόληπτοι.

[λόγ. < ελνστ. διορθωτής `αναθεωρητής βιβλίου΄ σημδ. γαλλ. correcteur· λόγ. διορθω(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες