Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διορθωτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διορθωτής ο [δiorθotís] Ο7 θηλ. διορθώτρια [δiorθótria] Ο27 : α. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων: Εργάζεται ως ~ σε εφημερίδα / σε εκδοτικό οίκο. β. αυτός που διορθώνει γραπτά δοκίμια εξεταζομένων: Ο ~ ήταν πολύ αυστηρός. Οι διορθωτές πρέπει να είναι δίκαιοι και αμερόληπτοι.

[λόγ. < ελνστ. διορθωτής `αναθεωρητής βιβλίου΄ σημδ. γαλλ. correcteur· λόγ. διορθω(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
διορθωτής ο.
  • Ρυθμιστής, διοικητής:
    • μέγας διορθωτής πραγμάτων (Δούκ. 22928‑9
    • κυβερνητής, διορθωτής εις όλα τα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 237).

[μτγν. ουσ. διορθωτής. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες