Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διορθωμός ο [δiorθomós] Ο17 : διόρθωμα, κυρίως στην έκφραση κάποιος ή κτ. δεν παίρνει από διορθωμό, για κπ. ή για κτ. που παρουσιάζει τόσα ελαττώματα ή φθορές, ώστε κάθε προσπάθεια για βελτίωση θεωρείται μάταιη.
[διορθώ(νω) -μός]



