Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διοργανωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοργανωτικός -ή -ό [δiorγanotikós] Ε1 : που διοργανώνει κτ. διοργανωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διοργανωτ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go