Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διορία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διορία η [δioría] Ο25 : χρονικό περιθώριο μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κτ., προθεσμία, κυρίως σε λόγο που δεν είναι επίσημα διατυπωμένος: Mου έδωσε λίγες μέρες ~ για να του απαντήσω / για να τον εξοφλήσω. Σήμερα τελειώνει η ~. Πέρασε η ~ που είχαμε για να δηλώσουμε συμμετοχή.

[λόγ. < ελνστ. διορία, διωρία]

[Λεξικό Κριαρά]
διορία η· διοριά.
  • Προθεσμία, διορία:
    • τριών ημερών διορίαν έδωσαν (Ψευδο-Σφρ. 20411).

[μτγν. ουσ. διορία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go