Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διοξείδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοξείδιο το [δioksíδio] Ο40 : (χημ.) χημική ένωση ενός στοιχείου με δύο άτομα οξυγόνου: ~ του άνθρακα / του αζώτου / του θείου.

[λόγ. δι- 1 + οξείδιον μτφρδ. γαλλ. bioxyde]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go