Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διονυσιασμός ο [δionisiazmós] Ο17 : έκσταση που καταλάμβανε τους οπαδούς του Διονύσου. || (επέκτ.) κατάσταση οργιαστικού ενθουσιασμού και ευθυμίας.
[λόγ. διονυσιασ- (διονυσιάζομαι) -μός]



