Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διολίσθηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διολίσθηση η [δiolísθisi] Ο33 : η ενέργεια του διολισθαίνω, καθοδική πορεία που συντελείται με αργό ρυθμό: H ~ της δραχμής, βαθμιαία μείωση της αξίας της, σε αντίθεση με την υποτίμηση που γίνεται εφάπαξ.

[λόγ. διολισθη- (διολισθαίνω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. slip, slippage(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go