Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διμορφισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διμορφισμός ο [δimorfizmós] Ο17 : (βιολ.) η παρουσία δύο διαφορετικών μορφών στο ίδιο είδος, π.χ. οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό.

[λόγ. < γαλλ. dimorphisme < dimorph(e) = δίμορφ(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες