Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διμοιρία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διμοιρία η [δimiría] Ο25 : μικρό τμήμα στρατού ή αστυνομίας.

[λόγ. < ελνστ. διμοιρία (διαφ. το αρχ. διμοιρία `διπλό μερίδιο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go