Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διλημματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διλημματικός -ή -ό [δilimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δίλημμα ή που δημιουργεί δίλημμα: Bρίσκεται / είναι σε διλημματική κατάσταση.

[λόγ. διλημματ- (δίλημμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go