Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικτύωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικτύωμα το [δiktíoma] Ο49 : (τεχν.) κατασκευή που μοιάζει με δίχτυ: H οροφή στηρίζεται σε μεταλλικά δικτυώματα.

[λόγ. δικτυω- (δες δικτυώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. reticulation(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες