Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικτάτωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δικτάτωρ ο.
  • Άρχοντας με απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία:
    • δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος (Θεολ., Τζίρ. 35625).

[μτγν. ουσ. δικτάτωρ. Η λ. και σήμ. (ορας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες