Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικολαβίστικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικολαβίστικος -η -ο [δikolavístikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει το δικολάβο, που του ταιριάζει: Δικολαβίστικο επιχείρημα. δικολαβίστικα ΕΠIΡΡ.

[δικολάβ(ος) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες