Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικολαβίστικος -η -ο [δikolavístikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει το δικολάβο, που του ταιριάζει: Δικολαβίστικο επιχείρημα.
δικολαβίστικα ΕΠIΡΡ. [δικολάβ(ος) -ίστικος]



