Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικινητήριος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικινητήριος -α -ο [δikinitírios] Ε6 : που έχει δύο κινητήρες: Δικινητήριο αεροπλάνο.

[λόγ. δι- 1 + κινητήρ -ιος μτφρδ. γαλλ. bimoteur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go