Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικηγορόσημο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικηγορόσημο το [δikiγorósimo] Ο41 : ειδικό ένσημο που επικολλούν οι δικηγόροι στα δικαστικά έγγραφα.

[λόγ. δικηγόρ(ος) -ο- + -σημον κατά το χαρτόσημον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες