Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικηγορόσημο το [δikiγorósimo] Ο41 : ειδικό ένσημο που επικολλούν οι δικηγόροι στα δικαστικά έγγραφα.
[λόγ. δικηγόρ(ος) -ο- + -σημον κατά το χαρτόσημον]



