Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικηγορικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικηγορικός -ή -ό [δikiγorikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δικηγόρο ή που ανήκει σε αυτόν: Δικηγορικό επάγγελμα / γραφείο. ~ σύλλογος, που αποτελείται από δικηγόρους. Πρόεδρος / ταμίας του δικηγορικού συλλόγου.

[λόγ. δικηγόρ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες