Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιοστάσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοστάσιο το [δikeostásio] Ο40 : (νομ.) προσωρινή αναστολή της εκδίκασης υποθέσεων, κυρίως αστικού και εμπορικού δικαίου, που θεσπίζεται με νόμο, σε έκτακτες περιστάσεις.

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -στάσιον κατά το ηλιοστάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες