Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιολογώ [δikeoloγó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. δικαιολογημένος* : 1α. εξηγώ τους λόγους που με οδήγησαν σε μια απόφαση ή σε μια κρίση, επιχειρώ να τεκμηριώσω μια άποψή μου ή την ορθότητα μιας ενέργειάς μου, που αμφισβητείται ή που μπορεί να αμφισβητηθεί: Δικαιολόγησε πολύ πειστικά την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. H ανάμειξή του στο έργο των ανακριτικών αρχών δε δικαιολογείται. || για κτ. που αποδεικνύει την ορθότητα κάποιας ενέργειας: Tίποτε δε δικαιολογεί τέτοιες αγριότητες. β. προσκομίζω μια βεβαίωση ή επικαλούμαι κάποια δεδομένα, για να αποδείξω την αλήθεια των λόγων μου: H απουσία του υπαλλήλου από τη δουλειά του πρέπει να δικαιολογείται από το γιατρό. Mου λείπουν μερικά τιμολόγια και έτσι δεν μπορώ να δικαιολογήσω όλες τις δαπάνες που έγιναν. || Iατρικό πιστοποιητικό που δικαιολογεί τις απουσίες του μαθητή. 2α. (παθ.) επικαλούμαι τους λόγους που ήταν η αιτία για ένα λάθος ή μια παράλειψή μου, προβάλλω τα ελαφρυντικά που έχω και ζητώ τη συγγνώμη ή την επιείκεια: Δικαιολογήθηκε, επειδή μου φέρθηκε απότομα / για την καθυστέρηση / για την απουσία του. Δε θα προσπαθήσω να δικαιολογηθώ, το λάθος μου είναι αδικαιολόγητο. β. δέχομαι τους λόγους που προβάλλει κάποιος, ζητώντας τη συγγνώμη ή την επιείκειά μου: Σε ~ για τελευταία φορά. Δε δικαιολογείσαι με τίποτα. || προσπαθώ να βρω επιχειρήματα που να μετριάζουν την ευθύνη κάποιου: Mη σε νοιάζει· θα σε δικαιολογήσω εγώ. γ. για κτ. που μπορεί να εξηγήσει κάποιο λάθος και να μετριάσει την αρνητική εντύπωση που δημιουργεί αυτό: H αρρώστια του / η φτώχεια του δικαιολογεί τη συμπεριφορά του. 3α. συμμερίζομαι κπ. και θεωρώ λογική, φυσική και αναμενόμενη κάποια ενέργειά του, του δίνω δίκιο: Tον ~ απόλυτα, έτσι θα έκανα και εγώ στη θέση του. ~ την αγανάκτησή του. || κρίνω κτ. ως φυσικό και αναμενόμενο: Δεν μπορώ να δικαιολογήσω αυτή την καθυστέρηση. β. για κτ. που θεωρείται φυσιολογικό επακόλουθο μιας κατάστασης: Tο κρυολόγημα δικαιολογεί τον υψηλό πυρετό. || (απρόσ.) Δε δικαιολογείται να…

[λόγ.: 1: ελνστ. δικαιολογῶ, αρχ. δικαιολογοῦμαι `υποστηρίζω το δίκαιό μου στο δικαστήριο΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. (se) justifier]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιολογώ.
  • 1) Δέχομαι κ. ως σωστό, καλό:
    • ο λογισμός του ήτανε δικαιολογημένος (Σουμμ., Ρεμπελ. 160).
  • 2) Ασχολούμαι με το δίκαιο, αποδίδω δικαιοσύνη:
    • να τους κρατεί δικαιολογά εις τα συνήθια που έχουν (Χρον. Μορ. H 7886).

[μτγν. δικαιολογέω - αρχ. έομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες