Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικέλλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικέλλα η [δikéla] Ο25 & δικέλλι το [δikéli] Ο44 : αξίνα που καταλήγει σε δύο αιχμηρά άκρα.

[δικέλλ(ι) μεγεθ. -α· μσν. δικέλλιον υποκορ. του αρχ. δίκελλ(α) -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go