Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικάσιμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικάσιμος η [δikásimos] Ο36 & δικάσιμη η [δikásimi] Ο (βλ. Ε5) : (νομ.) ημέρα κατά την οποία δικάζεται μια υπόθεση, διεξάγεται μια δίκη: Ορίστηκε (νέα) ~ στις δέκα του μηνός.

[λόγ. < ελνστ. δικάσιμος (ενν. ημέραδικάσιμ(ος) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go