Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηγηματικός -ή -ό [δiijimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διήγημα ή με τη διήγηση, που ταιριάζει σε αυτά: Διηγηματικό ύφος.
διηγηματικά ΕΠIΡΡ σε διηγηματική μορφή. [λόγ. < αρχ. διηγηματικός]



