Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διετία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διετία η [δietía] Ο25 : χρονικό διάστημα δύο ετών: Tην τελευταία ~ ο καιρός ήταν πολύ ήπιος.

[λόγ. < ελνστ. διετία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go