Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διεστώτα τα [δiestóta] Ο γεν. διεστώτων : (λόγ.) διαφορές, συνήθ. στην έκφραση συμβιβάζω τα ~, βρίσκω έναν τρόπο για την προσέγγιση διαφορετικών απόψεων: Δεν κατάφερε να συμβιβάσει τα ~.
[λόγ. < αρχ. τά διεστῶτα, ουδ. μππ. του ρ. διίσταμαι]



