Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεστώτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεστώτα τα [δiestóta] Ο γεν. διεστώτων : (λόγ.) διαφορές, συνήθ. στην έκφραση συμβιβάζω τα ~, βρίσκω έναν τρόπο για την προσέγγιση διαφορετικών απόψεων: Δεν κατάφερε να συμβιβάσει τα ~.

[λόγ. < αρχ. τά διεστῶτα, ουδ. μππ. του ρ. διίσταμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες