Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διερευνητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερευνητικός -ή -ό [δierevnitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διερεύνηση, που γίνεται για να διερευνηθεί κτ.: Στη συνάντηση των υπουργών δε θα ληφθούν αποφάσεις, ο σκοπός της είναι απλώς ~. Διερευνητική αποστολή. Διερευνητική εντολή (σχηματισμού κυβέρνησης), που ανατίθεται από τον ανώτατο άρχοντα σε αρχηγό κόμματος με σκοπό να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. διερευνητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διερευνητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go