Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διεκπεραιωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεκπεραιωτής ο [δiekpereotís] Ο7 θηλ. διεκπεραιώτρια [δiekpereótria] Ο27 : 1. για να χαρακτηρίσουμε κπ. ή κτ. στον οποίο έχει ανατεθεί η διεκπεραίωση, η ολοκλήρωση ενός έργου: Οι δήμοι και οι κοινότητες πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να μην είναι απλοί διεκπεραιωτές των εντολών της κεντρικής εξουσίας. 2. υπάλληλος υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση2.

[λόγ. διεκπεραιω- (δες διεκπεραιώνω) -τής· λόγ. διεκπεραιω(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go