Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεκδικητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεκδικητικός -ή -ό [δiekδikitikós] Ε1 : που διεκδικεί. 1. για ενέργεια που έχει σκοπό την εξασφάλιση ενός δικαιώματος: Διεκδικητικοί αγώνες των εργατών. (νομ.) Διεκδικητική αγωγή. 2. για κπ. που προβάλλει διεκδικήσεις. διεκδικητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διεκδικητ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες