Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διεγερτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεγερτικός -ή -ό [δiejertikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να διεγείρει κτ. που λειτουργεί υποτονικά, συνήθ. για ουσίες που κρατούν σε υπερένταση το νευρικό σύστημα. ANT κατασταλτικός: Διεγερτικά φάρμακα. Tο αλκοόλ είναι διεγερτικό. || (ως ουσ.) τα διεγερτικά, διεγερτικές ουσίες: Aπαγορεύεται η χρήση διεγερτικών από τους αθλητές, για την αύξηση της απόδοσής τους. διεγερτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διεγερτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go