Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διδάξας ο [δiδáksas] θηλ. διδάξασα [δiδáksasa] Ο (βλ. Ε12δ) : μόνο στην έκφραση ο πρώτος ~ / η πρώτη διδάξασα, αυτός που πρώτος διατύπωσε ή εφάρμοσε μια μέθοδο.
[λόγ. μτχ. αορ. (στο αρσ. και στο θηλ.) του αρχ. ρ. διδάσκω]



