Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διγενής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διγενής, επίθ.
  • Που έχει διπλή καταγωγή·
    • (εδώ) ως κύρ. όν.:
      • υιέ μου Διγενές (Διγ. Gr. 599).

[<δι‑ + ουσ. γένος. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διγενής -ής -ές [δijenís] Ε10 : στην αρχαία ελληνική γραμματική, ουσιαστικό ή επίθετο που αναφέρεται σε δύο γένη, στο αρσενικό φυσικό γένος και στο θηλυκό: Tα διγενή ουσιαστικά είναι δικατάληκτα και μονοκατάληκτα και τα επίθετα είναι μονοκατάληκτα.

[λόγ. < μσν. διγενής `που έχει διπλή καταγωγή΄ (για το Διγενή Aκρίτα) < δι- 1 + γέν(ος) -ής σημδ. γερμ. zweier Εndungen]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go