Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαύγεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαύγεια η [δiávjia] Ο27 : α. η κατάσταση αυτού που είναι διαυγής, που δεν είναι θολός: H ~ του νερού / της ατμόσφαιρας. β. (μτφ.) πνευματική καθαρότητα: Πνευματική ~ / ~ πνεύματος, για κπ. που έχει ακμαίες ή ακέραιες τις πνευματικές του λειτουργίες. Όταν είμαι κουρασμένος δεν έχω ~. Παρά τη μεγάλη ηλικία του έχει πλήρη ~. || σαφήνεια: Έθεσε το ζήτημα με απόλυτη ~.

[λόγ. < ελνστ. διαύγεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go