Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαψεύδω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαψεύδω [δiapsévδo] -ομαι Ρ αόρ. διέψευσα, απαρέμφ. διαψεύσει, παθ. αόρ. διαψεύστηκα και διαψεύσθηκα, απαρέμφ. διαψευστεί και διαψευσθεί, μππ. διαψευσμένος : 1. δηλώνω, υποστηρίζω, συνήθ. δημόσια, ότι κτ. που υποστηρίζει κάποιος ή ότι κτ. που διαδίδεται είναι ψέμα, είναι αντίθετο προς την αλήθεια: Οι μάρτυρες διέψευσαν τον κατηγορούμενο / τους ισχυρισμούς του. H κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες για ανατίμηση των υγρών καυσίμων / για επικείμενη υποτίμηση της δραχμής. || Για να δικαιολογηθώ του είπα πως είμαι άρρωστος και σε παρακαλώ να μη με διαψεύσεις, να μην πεις την αλήθεια. 2. για κτ. ή για κπ. που εξελίσσεται αντίθετα από κάθε πρόβλεψη ή πρόγνωση: Tα γεγονότα διέψευσαν τις ελπίδες μας. Ευτυχώς διαψεύστηκαν οι φόβοι μας. Mη μας διαψεύσεις, γιατί στηρίζουμε πολλές ελπίδες σ΄ εσένα. (έκφρ.) αυτός / αυτή διέψευσε την ιατρική, για κπ. που θεραπεύτηκε, ενώ οι γιατροί τον είχαν καταδικάσει. || (παθ.) δεν επαληθεύονται οι προβλέψεις μου: Δυστυχώς / ευτυχώς διαψεύστηκα. Mακάρι να διαψευστώ, όταν προβλέπω κτ. κακό.

[λόγ. < ελνστ. διαψεύδω `απορρίπτω΄, αρχ. σημ.: `εξαπατώ΄, σημδ. γαλλ. démentir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες