Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχύσεις οι [δiaxísis] Ο33 : θερμές και κάπως επιδεικτικές εκδηλώσεις αγάπης: Ερωτικές ~. Γιατί τόσες ~ μόλις μας είδε;, διαχυτικότητες.
[λόγ. πληθ. της λ. διάχυσις σημδ. γαλλ. effusions (πληθ.) και με βάση την ελνστ. σημ. της λ.: `χαρούμενη διάθεση΄]



