Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχρονία η [δiaxronía] Ο25 : (γλωσσ.) η εξέλιξη των γλωσσικών φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονία.
[λόγ. < γαλλ. diachronie < dia- = δια- + αρχ. χρόν(ος) -ie = -ία]



