Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαχειμάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαχειμάζω [δiaximázo] Ρ2.1α : (λόγ.) περνώ το χειμώνα σε κάποιο μέρος· ξεχειμωνιάζω, ξεχειμάζω.

[λόγ. < αρχ. διαχειμάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go