Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφόριση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφόριση η [δiafórisi] Ο33 : η ενέργεια του διαφορίζω 1. (μαθημ.) η πράξη με την οποία βρίσκεται το διαφορικό μιας συνάρτησης. 2. (σπάν.) διαφοροποίηση.

[λόγ. διαφορι- (διαφορίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go