Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφωτιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφωτιστής ο [δiafotistís] Ο7 θηλ. διαφωτίστρια [δiafotístria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αυτός που διαφωτίζει, κυρίως για στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος που ήταν υπεύθυνο για την ιδεολογική προπαγάνδα. 2. εκπρόσωπος του Διαφωτισμού.

[λόγ. διαφώτισ(ις), διαφωτισ(μός) -τής· λόγ. διαφωτισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες