Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφοραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαφοραίνω.
  • Έχω «διάφορο», κερδίζω:
    • Τι διαφοραίνει αφέντης μου από τ’ αβγά (Αιτωλ., Μύθ. 69).

[<διάφορον + κατάλ. αίνω. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες