Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφημιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφημιστής ο [δiafimistís] Ο7 θηλ. διαφημίστρια [δiafimístria] Ο27 : 1. αυτός που αναλαμβάνει τη διαφήμιση εμπορικών προϊόντων, ως ιδιοκτήτης ή ως υπάλληλος διαφημιστικής εταιρείας: Εργάζεται ως ~. 2. (συνήθ. ειρ.) αυτός που συστηματικά επαινεί κπ. σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων.

[λόγ. διαφημισ- (διαφημίζω) -τής· λόγ. διαφημισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go