Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφημίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφημίζω [δiafimízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τη βοήθεια των μέσων μαζικής επικοινωνίας κάνω γνωστή την ύπαρξη ενός οικονομικού αγαθού και προβάλλω τις ιδιότητες και τα πλεονεκτήματά του, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Οι επιχειρήσεις δαπανούν μεγάλα ποσά, για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους. Στην τηλεόραση διαφημίζουν ένα καινούριο απορρυπαντικό / τα καταστήματα που έχουν προσφορές. Θεατρικό έργο που διαφημίστηκε πολύ, για το οποίο έγιναν πολύ καλές κριτικές. || (παθ.) διαφημίζω τα προϊόντα μου ή τις υπηρεσίες που προσφέρω: Οι εταιρείες αυτοκινήτων / τα τουριστικά γραφεία διαφημίζονται πολύ στις εφημερίδες και στα περιοδικά. 2. προβάλλω δημόσια ή σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων τα προσόντα, τις ικανότητες ή τις επιτυχίες κάποιου, (συχνά επικριτικά ή ειρωνικά, όταν οι έπαινοι είναι υπερβολικοί ή στομφώδεις): H κυβέρνηση διαφημίζει το έργο της με κάθε τρόπο. Όπου πάει διαφημίζει τις αρετές των παιδιών της.

[λόγ. < ελνστ. διαφημίζω `κάνω ευρύτερα γνωστό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διαφημίζω.
  • Διαδίδω, κάνω γνωστό:
    • διεφημίσθη δε ότι ο Γιανούς πασιάς εφαρμάκωσεν αυτόν (Ιστ. πολιτ. 688).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξακουστός, φημισμένος:
    • του Χοσρόου το σπαθίν το διαφημισμένον (Διγ. Gr. 1863).

[μτγν. διαφημίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες