Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διατρέξαντα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατρέξαντα τα [δiatréksanda] Ο40 : (λόγ.) τα συμβάντα: Πληροφορήθηκα τα ~ από τις εφημερίδες.

[λόγ. ουδ. πληθ. της μτχ. αορ. του ρ. διατρέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go