Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διατομή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατομή η [δiatomí] Ο29 : (τεχνολ.) κάθε τομή ενός σώματος κάθετη προς τον άξονά του, συνήθ. τον κατά μήκος: Kυκλική / τετραγωνική ~. H ~ του κυλίνδρου είναι περιφέρεια κύκλου ή ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. || η διάμετρος της κυκλικής διατομής: H ~ ενός σωλήνα / ενός καλωδίου.

[λόγ. < ελνστ. διατομή `τρύπα σε σωλήνα΄, αρχ. σημ.: `κόψιμο ανάμεσα΄ σημδ. γαλλ. section]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go