Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασωθείς -είσα -έν [δiasoθís] Ε12γ : (λόγ.) που διασώθηκε από κπ. κίνδυνο, συνήθ. θανάσιμο: Οι διασωθέντες ναυαγοί. || (ως ουσ.): Οι διασωθέντες μεταφέρθηκαν αμέσως στο νοσοκομείο.
[λόγ. < μτχ. παθ. αορ. του αρχ. ρ. διασῴζω]



