Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασυνοριακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασυνοριακός -ή -ό [δiasinoriakós] Ε1 : που βρίσκεται στα σύνορα δύο ή περισσότερων περιοχών, κρατών κτλ.

[λόγ. δια- + συνοριακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες