Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαστημόπλοιο το [δiastimóplio] Ο42 : όχημα ειδικά κατασκευασμένο για να κάνει διαστημικά ταξίδια: ~ με / χωρίς πλήρωμα. Εκτόξευση του διαστημοπλοίου.
[λόγ. διάστημ(α)II -ο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. space ship]



