Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασκορπισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασκορπισμός ο [δiaskorpizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκορπίζω· διασκόρπιση.

[λόγ. < ελνστ. διασκορπισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες