Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασημότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασημότητα η [δiasimótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του διάσημου ανθρώπου: Επιδιώκει τη ~. 2. ο διάσημος άνθρωπος: Θεωρεί τον εαυτό του ~. Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.

[λόγ. διάσημ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. célebrité]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go