Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασαφητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασαφητικός -ή -ό [δiasafitikós] Ε1 : διασαφηνιστικός: Φράση με διασαφητικό περιεχόμενο. διασαφητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διασαφητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go